καστρισιανός

καστρισιανός
ο
βλ. καστρησιανός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καστρησιανός — και καστρισιανός, ὁ (Μ) 1. φύλακας τού στρατοπέδου, στρατιώτης που ανήκε σε φρουρά τών συνόρων η οποία στάθμευε σε φρούριο ή σε μόνιμο στρατόπεδο 2. στρατιωτικός αξιωματούχος 3. αυλικός αξιωματούχος που ήταν αρμόδιος για την αυτοκρατορική τράπεζα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”